κνηκόπυρος

Revision as of 01:55, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, made of yellow wheat, ἡδοναὶ τραγημάτων Sopat.17.

German (Pape)

[Seite 1460] weizengelb, Ath. XIV, 649 a, oder aus Safflor u. Weizen gemacht.

Greek (Liddell-Scott)

κνηκόπῡρος: -ον, ἔχων χρῶμα κιτρινωπὸν οἷον τὸ τοῦ σίτου· ἢ κνηκόπυρρος, ον, ἔχων χρῶμα ἐρυθροκίτρινον, Σώπατ. παρ᾿ Ἀθην. 649Α.

Greek Monolingual

κνηκόπυρος, -ον (Α)
αυτός που έχει το χρώμα του σιταριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνῆκος + -πυρος (< πυρός «σιτάρι»), πρβλ. εύπυρος, πολύπυρος].