κοκκινοβαφής

Revision as of 02:15, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ές, = κοκκοβαφής, Callix.2:—also κοκκῐνό-βᾰφος, ον, Sch. rec.Pi.O.6.66.

German (Pape)

[Seite 1471] ές, scharlachroth gefärbt; Ath. V, 196 b; bei Schol. pind. Ol. 6, 66 κοκκινόβαφος

Greek (Liddell-Scott)

κοκκῐνοβᾰφής: -ές, = κοκκοβαφής, Καλλίξενος παρ’ Ἀθην. 196Β· ― ὡσαύτως -βαφος, ον, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 6. 66.

Greek Monolingual

-ές (AM κοκκινοβαφής, -ές)
ο βαμμένος με κόκκινο χρώμα, κοκκινοβαμμένος, κόκκινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκινος + -βαφής (< βάπτω), πρβλ. λευκοβαφής, χρυσοβαφής].