λυπρόβιος

Revision as of 03:20, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, leading a wretched life, Str.7.5.12.

Greek (Liddell-Scott)

λυπρόβιος: -ον, ὁ βιῶν ἀθλίως, Στράβ. 318.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vit tristement, misérablement.
Étymologie: λυπρός, βίος.

Greek Monolingual

λυπρόβιος, -ον (Α)
αυτός που ζει άθλια ζωή, στερημένα, στενόχωρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυπρός + -βιος (< βίος), πρβλ. λιμνόβιος, νυκτερόβιος].

Greek Monotonic

λυπρόβιος: -ον, αυτός που διάγει άθλια ζωή.

Middle Liddell

λυπρό-βιος, ον
leading a wretched life.