μακάρι

Revision as of 03:55, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

would that... Hsch s.v. αἴθε, Suid. s.v. ὄφελες.

Greek Monolingual

και μαγάρι (AM μακάρι)
είθε
νεοελλ.-μσν.
έστω και, ακόμη και αν («δεν θέλω να τον δω μακάρι και ζωγραφιστό»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακάριον, ουδ. του επιθ. μακάριος (πρβλ. μαζίον > μαζί) ή από τον πληθ. μακάριοι. Κατ' άλλους, < περσοτουρκ. meğer].