ἐνεδρευτικός

Revision as of 06:40, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ή, όν, fit for ambush, χωρία Aen.Tact.1.2, cf. Str.3.3.6; tricky, deceitful, Ph.2.269, Gal.9.217, 19.138.

German (Pape)

[Seite 836] ή, όν, zur Nachstellung, zum Hinterhalt gehörig, geschickt, Strab. 3, 3, 6 u. Sp., auch adv.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνεδρευτικός: -ή, -όν, ἐπιδέξιος εἰς τὸ ἐνεδρεύειν, καὶ ἐπὶ τόπου, κατάλληλος πρὸς ἐνέδραν, καὶ μεταφ., δόλιος, Στράβ. 154, Φίλων 2. 269, Αἰνείας Τακτ. 1. 14.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
• Alolema(s): ἐνεδρευστ- Nil.M.79.516C
I táct.
1 de pers. hábil, experto en emboscadas οἱ Λυσιτανοί Str.3.3.6
que está al acecho fig. de la enfermedad latente que está oculto, que no da la cara πονήρευμα ἐνεδρευτικόν Gal.19.138.
2 de lugares apropiado para una emboscada τὰ ἐπικίνδυνα χωρία Aen.Tact.1.2.
II gener. intrigante, insidioso Gal.9.217, Ph.2.269
subst. τὸ ἐνεδρευτικόν engaño, insidia Iust.Phil.Ep.Zen.et Ser.19, τὸ ἐνεδρευστικὸν τοῦ πάθους Nil.l.c.
III adv. -ῶς
1 en emboscada ὑποκαθῆσθαι ἐ. Eust.850.47.
2 con malas artes, arteramente συντίθεσθαι Demo 13, Apostol.17.87.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐνεδρευτικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ενέδρα
αρχ.
δόλιος, πανούργος.