ἐξαναγιγνώσκω

Revision as of 06:57, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

read through, Plu.Cat.Mi.68, Cic.27, etc.

German (Pape)

[Seite 868] (γιγνώσκω), aus-, durchlesen; ἐξαναγνούς πάντα τὰ ὑπομνήματα Ath. III, 83 b; τὸ βιβλίον Plut. Cst. min. 68; γράμματα πρὸς τὴν σύγκλητον Cc. 27.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαναγιγνώσκω: ἀναγιγνώσκω ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους, Πλουτ. Κάτων Νεωτ. 68, Κικ. 27, κτλ.

French (Bailly abrégé)

f. ἐξαναγνώσομαι;
lire jusqu’au bout.
Étymologie: ἐξ, ἀναγιγνώσκω.

Spanish (DGE)

leer hasta el final τὸ βιβλίον Plu.Cat.Mi.68, γράμματα Plu.Cic.27, πάντα τὰ ὑπομνήματα Ath.83b.

Greek Monolingual

ἐξαναγιννώσκω (Α)
διαβάζω ένα κείμενο από την αρχή ώς το τέλος («ἐξαναγνοὺς τὸ βιβλίον», Πλούτ.).

Greek Monotonic

ἐξαναγιγνώσκω: μέλ. -γνώσομαι, διαβάζω κάτι ολόκληρο, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξαναγιγνώσκω: прочитывать, зачитывать, оглашать (γράμματα πρὸς τὴν σύγκλητον Plut.).

Middle Liddell

fut. -γνώσομαι
to read through, Plut.