ἐξαναγιγνώσκω

From LSJ

πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαναγιγνώσκω Medium diacritics: ἐξαναγιγνώσκω Low diacritics: εξαναγιγνώσκω Capitals: ΕΞΑΝΑΓΙΓΝΩΣΚΩ
Transliteration A: exanagignṓskō Transliteration B: exanagignōskō Transliteration C: eksanagignosko Beta Code: e)canagignw/skw

English (LSJ)

read through, Plu.Cat.Mi.68, Cic.27, etc.

Spanish (DGE)

leer hasta el final τὸ βιβλίον Plu.Cat.Mi.68, γράμματα Plu.Cic.27, πάντα τὰ ὑπομνήματα Ath.83b.

German (Pape)

[Seite 868] (γιγνώσκω), aus-, durchlesen; ἐξαναγνούς πάντα τὰ ὑπομνήματα Ath. III, 83 b; τὸ βιβλίον Plut. Cst. min. 68; γράμματα πρὸς τὴν σύγκλητον Cc. 27.

French (Bailly abrégé)

f. ἐξαναγνώσομαι;
lire jusqu'au bout.
Étymologie: ἐξ, ἀναγιγνώσκω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξαναγιγνώσκω: прочитывать, зачитывать, оглашать (γράμματα πρὸς τὴν σύγκλητον Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαναγιγνώσκω: ἀναγιγνώσκω ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους, Πλουτ. Κάτων Νεωτ. 68, Κικ. 27, κτλ.

Greek Monolingual

ἐξαναγιννώσκω (Α)
διαβάζω ένα κείμενο από την αρχή ώς το τέλος («ἐξαναγνοὺς τὸ βιβλίον», Πλούτ.).

Greek Monotonic

ἐξαναγιγνώσκω: μέλ. -γνώσομαι, διαβάζω κάτι ολόκληρο, σε Πλούτ.

Middle Liddell

fut. -γνώσομαι
to read through, Plut.