ἐπικαμπής

Revision as of 07:40, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ές, curved, curling, ὠτάρια BGU781 ii4 (i A.D.); (οὐραῖον) Luc.Gall.28; ξύλον Plu.Cam.32; convex, Pall.in Hp.Fract. 12.284C.; of hammer-toes, Heph.Astr.1.1. Adv. -πῶς Sch.rec.A. Th.384.

German (Pape)

[Seite 945] ές, eingebogen, gekrümmt, vom lituus, Plut. Cam. 32; Luc. Gall. 28.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
recourbé.
Étymologie: ἐπικάμπτω.

Greek Monolingual

-ές (AM ἐπικαμπής) επικάμπτω
καμπύλος, γωνιώδης, κυρτός, γυριστός
αρχ.
1. ευλύγιστος.
επίρρ...
ἐπικαμπῶς (AM)
καμπυλωτά, κυρτά.

Greek Monotonic

ἐπικαμπής: -ές, λυγισμένος, κυρτός, καμπύλος, ελικοειδής, σε Πλούτ., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικαμπής: согнутый, изогнутый, загнутый (ξύλον Plut.; τὸ οὐραῖον πτερόν Luc.).

Middle Liddell

ἐπικαμπής, ές
curved, curling, Plut., Luc. [from ἐπικάμπτω