ἀμετάκλαστος
English (LSJ)
ον, not to be broken, inflexible, τὸ ἀ. τῆς γνώμης X.Ep.1.2.
German (Pape)
[Seite 122] unbeugsam, τὸ τῆς γνώμης ἀμ., Beharrlichkeit in der Gesinnung, Xen. En. 1. 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμετάκλαστος: -ον, ὁ μὴ μετακλώμενος, ἄκαμπτος, τὸ ἀμ. τῆς γνώμης Ξεν. Ἐπιστ. 1. 2.
Spanish (DGE)
-ον
constante, inflexible subst. τὸ ἀ.: τὸ ἀμετάκλαστόν σου τῆς γνώμης X.Ep.1.
Greek Monolingual
ἀμετάκλαστος, -ον (Α) μετακλῶ
άκαμπτος, αλύγιστος.