δοχείο

Revision as of 10:21, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το (AM δοχεῖον
Α και δοχήιον) δέχομαι
σκεύος όπου τοποθετούνται ρευστές κυρίως ουσίες, αγγείο
μσν.- νεοελλ.
αποθήκη τροφίμων σε μοναστήρι
νεοελλ.
1. ουροδοχείο, αγγείο
2. «δοχείο πάσης ρυπαρότητος» — κακοηθέστατος, λέρα, καθίκι
μσν.
1. χτιστός λάκκος όπου χύνεται ο μούστος από το πατητήρι
2. ξενώνας μοναστηριού.