μορμολύκειο

Revision as of 10:22, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")

Greek Monolingual

το
(ΑΜ μορμολύκειον και μορμολυκεῖον) μορμολύκη
προσωπίδα, μάσκα που παρίστανε το μυθολογικό τέρας Μορμώ και με την οποία οι αρχαίοι Έλληνες φόβιζαν τα παιδιά, σκιάχτρο, φόβητρο, μπαμπούλας
νεοελλ.
(κατ' επέκτ.) πολύ άσχημος άνθρωπος
αρχ.
φρ. «μορμολυκεῖον κωμῳδικόν» — κωμική μάσκα.