οὐλόκρανος

Revision as of 10:40, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, = οὐλοκάρηνος, Arr. Ind.6.9.

German (Pape)

[Seite 413] = οὐλοκάρηνος, Arr. Ind. 6.

Greek (Liddell-Scott)

οὐλόκρᾱνος: -ον, = οὐλοκάρηνος, Ἀρρ. Ἰνδ. 6.

Greek Monolingual

οὐλὁκρανος, -ον (Α)
ουλοκάρηνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (II) «σγουρός» + κράνος (Ι) «στρογγυλό προστατευτικό κάλυμμα του κεφαλιού»].