ἐχεγλωττία

Revision as of 10:53, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ἡ, tongue-truce, 'linguistice', silence of the tongue, silence, coined by Luc.Lex.9, after ἐκεχειρία (armistice).

German (Pape)

[Seite 1124] ἡ, Zungenstillstand, nach ἐκεχειρία von Luc. Lexiph. 9 gebildet.

Greek (Liddell-Scott)

ἐχεγλωττία: ἡ, ἀνοκωχή γλώσσης, σιγή, σιωπή, λέξις χαλκευθεῖσα ὑπὸ τοῦ Λουκιανοῦ ἐν Λεξιφ. 9, κατὰ τὸ ἐκεχειρία (διακοπὴ πολεμικῶν ἐργασιῶν).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
discrétion, silence.
Étymologie: ἔχω, γλῶσσα.

Greek Monolingual

ἐχεγλωττία, ἡ (Α)
εγκράτεια στη γλώσσα, σιωπή, σιγή
η λ. πλάστηκε από τον Λουκιανό κατά το ἐκεχειρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχε- (< έχω I) + -γλωττία < -γλωττος < γλώττα].

Russian (Dvoretsky)

ἐχεγλωττία: ἡ (по аналогии с ἐκεχειρία) день воздержания от речей Luc.