ἱλήκω

Revision as of 10:55, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

[ῑ], (ἱλάσκομαι) to be gracious, of a god, once in Hom. in subj., εἴ κεν Ἀπόλλων ἡμῖν ἱλήκῃσι Od.21.365; elsewhere in opt., ἱλήκοι Ἀπόλλων h.Ap.165; ἱλήκοις, Δέσποινα AP5.72 (Rufin.); ἱλήκοις, Πολιοῦχε ib.9.154 (Agath.); θεοὶ μάκαρες, ἱλήκοιτε Alciphr.3.68, cf.Hld. 8.11, 9.25. (Prob. εἱλ-, cf. sq.)

Greek (Liddell-Scott)

ἱλήκω: ῑ, (ἵλαος) εἰμὶ ἵλεως, εὐμενής, ἐπὶ θεοῦ, ἅπαξ παρ’ Ὁμ. καθ’ ὑποτακτ., εἴκεν Ἀπόλλων ἡμῖν ἱλήκῃσι Ὀδ. Φ. 365· ἀλλαχοῦ κατ’ εὐκτικ., ἱλήκοις, Δέσποινα Ἀνθ. Π. 5. 73· ἱλήκοις, Πολιοῦχε αὐτόθι 9. 154, κ. ἀλλ.· θεοὶ μάκαρες, ἱλήκοιτε Ἀλκίφρ. 3. 68.

Greek Monolingual

ἱλήκω (Α)
(για θεό) είμαι ευμενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρακμ. του ἱλάσκομαι που μαρτυρείται με τη μορφή ἱλήκῃσι (υποτ. παρακμ.) μια φορά στον Όμηρο. Απαντά και ευκτ. παρακμ. ἱλήκοις, ἱλήκοι, ἱλήκοιτε].

Greek Monotonic

ἱλήκω: [ῑ] (ἵλαος), είμαι ευμενής, διάκειμαι ευνοϊκά, εἴκεν Ἀπόλλων ἡμῖν ἱλήκῃσι (Επικ. γʹ ενικ. υποτ.), σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

ἱλήκω, ἵλαος
to be gracious, εἴ κεν Ἀπόλλων ἡμῖν ἱλήκῃσι (epic 3rd sg. subj.) Od.