ἀπάλλαξις

Revision as of 15:00, 2 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' εως ἡ) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

εως, ἡ, = ἀπαλλαγή III, Hdt.9.13, Porph.Marc.9; ἀ. χροιῆς loss of colour, Hp.Hum.5, cf. Epicur.Nat.139 G.

German (Pape)

[Seite 276] ἡ, Befreiung, Her. 9, 13.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπάλλαξις: -εως, ἡ, = ἀπαλλαγή, Ἡρόδ. 9. 13, Ἱππ. 48. 11.

French (Bailly abrégé)

εως, ion. ιος (ἡ) :
possibilité de retraite.
Étymologie: ἀπαλλάττω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
I 1huída Hdt.9.13.
2 fig. pérdida χροιῆς Hp.Hum.5 (var.), πλαδαρότητ[ο] ς Epicur.Fr.[34] 32.23.
II término, fin ref. a enfermedades, Hp.Morb.Sacr.11.1, Nat.Hom.8
liberación τῶν ψυχικῶν παθῶν Porph.Marc.9.

Greek Monolingual

ἀπάλλαξις (-εως), η (Α)
1. αναχώρηση ή μέσα για αναχώρηση, διέξοδος
2. απώλεια, χάσιμο
ἀπάλλαξις χροιῆς», για κάποιον που έχασε το χρώμα του).

Greek Monotonic

ἀπάλλαξις: -εως, ἡ = ἀπαλλαγή, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπάλλαξις: εως ἡ отход, отступление Her.