ἡρώιος
English (LSJ)
α, ον,= ἡρωικός, ἀρεταί Pi.O.13.51; πομπαί Id.N.7.46 [ω].
Greek (Liddell-Scott)
ἡρώιος: -α, -ον, = ἡρωικός, Πίνδ. Ο. 13. 71, Ν. 7. 68 ἔχον τὸ ω θέσει βραχύ· πρβλ. ἡρῷος.
English (Slater)
ἡρώιος, -όιος of, concerning heroes ἐν ἡρωίαις ἀρεταῖσιν οὐ ψεύσομ' ἀμφὶ Κορίνθῳ (O. 13.51) ἡροΐαις δὲ πομπαῖς θεμισκόπον οἰκεῖν ἐόντα πολυθύτοις (Schr.: ἡρωίαις codd.: in honour of heroes : γίγνεται ἐν Δελφοῖς ἥρωσι ξενία. Σ.) (N. 7.46)
Greek Monolingual
ἡρώιος, -ία, -ον (Α)
ηρωικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήρως + κατάλ. -ιος (πρβλ. εώιος, χάλκιος)].
Greek Monotonic
ἡρώιος: -α, -ον, = ἡρωϊκός, σε Πίνδ.