ἡρῷος

From LSJ

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡρῷος Medium diacritics: ἡρῷος Low diacritics: ηρώος Capitals: ΗΡΩΟΣ
Transliteration A: hērō̂ios Transliteration B: hērōos Transliteration C: iroos Beta Code: h(rw=|os

English (LSJ)

α, ον, contr. for ἡρώϊος (q.v.); ὁ ἡ. (sc. ῥυθμός) the heroic measure, hexameter, Pl.R. 400b, cf. Arist.Rh.1408b32; ἡ. [μέτρον] Id.Po.1460a3; ποὺς ἡ. dactyl, AP7.9 (Damag.), etc.

German (Pape)

[Seite 1176] α, ον, ion. u. p. ἡρώϊος, einen Heros betreffend, ihm ziemend, heroisch; ἡρώϊαι ἀρεταί, πομπαί, Pind. Ol. 13, 49 N. 7, 46; bes. ῥυθμός, Plat. Rep. III, 400 b, wie Arist. rhet. 3, 8, auch πούς, heroisches Versmaß, Hexameter; τὸ ἡρῷον, sc. ἔπος, Gedicht in Hexametern, Plut. Num. 4. – Τὰ ἡρῷα δειπνεῖν Plut. reipubl. ger. praec. 15, Schmaus beim Feste eines Heros.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
A. de héros, héroïque;
B. subst. ;
I. τὸ ἡρῷον;
1 sanctuaire d'un héros;
2 vers héroïque, càd hexamètre;
II. τὰ ἡρῷα fête d'un héros.
Étymologie: ἥρως.

Greek (Liddell-Scott)

ἡρῷος: -α, -ον, συνῃρημ. τοῦ ἡρώϊος (ὃ ἴδε)· ὁ ἡρ. (ἐνν. ῥυθμός), τὸ ἡρωϊκὸν μέτρον, ὁ ἑξάμετρος, Πλάτ. Πολ. 400Β, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 3. 8, 4· ἡρ. μέτρον ὁ αὐτ. Ποιητ. 24, 12· ποὺς ἡρ. ὁ δάκτυλος, Ἀνθ. Π. 7. 9, κτλ.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἡρῷος, -ῴα, -ον και ασυναίρ. τ. ἡρώιος, -ία, -ον)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ηρώο
μνημείο που έχει ανεγερθεί προς τιμήν τών πεσόντων στους πολέμους του έθνους
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ό ἡρῷος (ενν. ῥυθμός)
το ηρωικό μέτρο, ο δακτυλικός εξάμετρος
2. το ουδ. ως ουσ. το ἡρῷον και ιων. τ. ἡρώιον
α) (ενν. ἱερὸν ή ἕδος) i) τάφος ή ιερό (ναός) αφιερωμένα σε ήρωα
ii) τύμβος
β) (ενν. μέτρον) εξάμετρος
3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα ἡρῷα (ενν. ἱερά)
εορτή προς τιμήν ενός ήρωα
4. φρ. «ποῦς ἡρῷος» — ο δάκτυλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήρως + κατάλ. -ιος (πρβλ. λέσβιος, όλβιος)].

Greek Monotonic

ἡρῷος: -α, -ον, συνηρ. αντί ἡρώϊος· ὁ ἡρῷος (ενν. ῥυθμός), το ηρωικό μέτρο, ο εξάμετρος, σε Πλάτ. κ.λπ.· ποὺς ἡρῷος, ο δάκτυλος, ο μετρικός πους, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἡρῷος, η, ον [contr. for ἡρώϊος
ὁ ἡρ. sc. ῥυθμός the heroic measure, hexameter, Plat., etc.; ποὺς ἡρ. the dactyl, Anth.