ὠτίς

Revision as of 17:20, 5 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’o" to "d'o")

English (LSJ)

ίδος, ἡ, (οὖς) A bustard, Otis tarda, X.An.1.5.2sq., Arist.HA 509a4, al., Ael.NA5.24, Opp.C.2.407; cf. οὐτίς, ὀτίς. II μυὸς ὠτίς, v. μυοσωτίς.

Greek (Liddell-Scott)

ὠτίς: -ίδος, ἡ, (οὖς) εἶδος πτηνοῦ ἔχοντος μέγεθος χηνὸς καὶ περὶ τοὺς κροτάφους πτερά, ἐν Θεσσαλίᾳ λέγεται νῦν «δρόμπλιον» καὶ Τουρκιστὶ «τόϊ», πιθαν. ἡ Otis tarda (Γαλλ. οutarde), ἐνῆσαν δὲ καὶ ὠτίδες Ξεν. Ἀν. 1. 5, 2 κἑξ., Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 2. 17, 31., 9. 33, Αἰλ. περὶ Ζῴων 5. 24· πρβλ. ὠτός.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
sorte d'oiseau, outarde (lat. otis tarda).
Étymologie: οὖς.

Greek Monolingual

-ίδος, η, / ὠτίς, ΝΜΑ
βλ. ωτίδα.

Greek Monotonic

ὠτίς: -ίδος, ἡ (οὖς), είδος γερανού με μακριά φτερά πιθ. ο αγριόγαλλος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ὠτίς: ίδος ἡ зоол. (предполож.) дрофа (Otis tarda) Xen., Arst., Plut.

Middle Liddell

ὠτίς, ίδος, ἡ, [οὖς]
a kind of bustard with long earfeathers, prob. the great bustard, Xen.

Frisk Etymology German

ὠτίς: ὦτος
{ōtís}
See also: s. οὖς.
Page 2,1153