λεπτουργώ

Revision as of 07:35, 9 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ἡμᾱς" to "ἡμᾶς")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(AM λεπτουργῶ, -έω) λεπτουργός
1. κάνω λεπτή εργασία, επεξεργάζομαι κάτι με μεγάλη τέχνη και λεπτότητα
2. (για τορνευτή ή ξυλουργό) διακοσμώ τις επιφάνειες τών επίπλων με έγγλυφες και ανάγλυφες παραστάσεις («εὐφυὴς ἐν τῷ τορνεύειν καὶ λεπτουργεῖν», Πλούτ.)
αρχ.
λεπτολογώ, ασχολούμαι με λεπτομέρειες ή περιγράφω λεπτομερώς (α. «νόμος οὐκ ἄν ποτε δύναιτο συστῆναι λεπτουργεῖν πρὸς τὰ ἀδικήματα ἐγχειρῶν», Θεμίστ.
β. «ὅσα ἔδρασεν ἡμᾶς ἀγαθὰ καθ' ἕκαστον λεπτουργεῖν», Ιουλ.).