ποιμνιοστάσιο
Greek Monolingual
το, Ν
περίφρακτος χώρος όπου σταβλίζονται τα ποίμνια, μαντρί, στάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποίμνιο + -στάσιο (< -στάνης < ἵστημι), πρβλ. κλιμακο-στάσιο. Η λ., στον λόγιο τ. ποιμνιοστάσιον, μαρτυρείται από το 1851 στον Σ.Α. Κουμανούδη].
Translations
Bulgarian: кошара; Chinese Mandarin: 羊圈; Dutch: schapenstal, schaapskooi; English: sheep pen, sheep-pen, pen, pen for sheep, enclosure for sheep, sheepcote, sheepfold, fold; French: bergerie; German: Schafstall, Schafhürde; Gothic: 𐌰𐍅𐌹𐍃𐍄𐍂; Greek: στάνη, μαντρί, στρούγκα, μάντρα, ποιμνιοστάσιο, προβατοστάσιο; Ancient Greek: προβατοστάσιον, προβατών, προβατεών; Irish: cró caorach; Italian: ovile; Japanese: 羊小屋; Latin: ovile; Macedonian: трло; Polish: owczarnia; Portuguese: aprisco, redil; Romanian: stână, țarc, oierie; Russian: овчарня, загон для овец, кошара; Spanish: aprisco, majada, redil; Volapük: jipacek; Welsh: corlan