γυναικείος

Revision as of 15:10, 27 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑα" to "εῖα")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και γυναικείος, -α, -ο (AM γυναικείος, -α, -ον
Α και γυναικήιος, -η, -ον
Μ και γυναικείος, -α, -ον)
Ι. 1. αυτός που ανήκει σε γυναίκα ή προορίζεται γι' αυτήν
2. αυτός που ταιριάζει σε γυναίκα
αρχ.
θηλυπρεπής
II. (το θηλ. εν. ως ουσ.) ἡ γυναικηΐη
αρχ.
ο γυναικών
III. το ουδ. εν. ως ουσ. το γυναικείο (Μ γυναικεῖον)
νεοελλ.
ο γυναικωνίτης της εκκλησίας
μσν.
ο χώρος εργασίας τών γυναικών
IV. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα γυναικεία και γυναικεία (AM τὰ γυναικεῖα)
1. τα γεννητικά όργανα της γυναίκας
2. τα έμμηνα
νεοελλ.
1. γυναικολογικές διαταραχές
2. αφροδίσια νοσήματα
3. γυναικεία φορέματα
αρχ.
1. απασχολήσεις τών γυναικών
2. φάρμακα για γυναικολογικές παθήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. γυναικείος, γυναικήιος < γυνή, γυναικός (πρβλ. ανδρείος, ανδρήιος)].