κονιαστής

Revision as of 19:40, 27 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Created page with "{{grml |mltxt=κονιατής και κονιαστής, ο (Α κονιάτης και κονιατήρ)<br />εργάτης ειδικός στις...")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

κονιατής και κονιαστής, ο (Α κονιάτης και κονιατήρ)
εργάτης ειδικός στις επιχρίσεις με κονίαμα, αυτός που γυψώνει ή επιχρίει με πηλό, σοβατζής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κονιῶ. Ο τ. κονιατήρ < κονιῶ + επίθημα -τήρ (πρβλ. κρατήρ, στατήρ)].