arrogance
English > Greek (Woodhouse)
subs.
P. and V. φρόνημα, τό, ὕβρις, ἡ, ὄγκος, ὁ, V. φρόνησις, ἡ, χλιδή, ἡ, P. ὑπερηφανία, ἡ, μεγαλαυχία, ἡ, ὑπεροψία, ἡ.
subs.
P. and V. φρόνημα, τό, ὕβρις, ἡ, ὄγκος, ὁ, V. φρόνησις, ἡ, χλιδή, ἡ, P. ὑπερηφανία, ἡ, μεγαλαυχία, ἡ, ὑπεροψία, ἡ.