διεξελέγχω

Revision as of 11:10, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

refute utterly, Luc.Alex.61, Plu.2.922e, Gal.4.518:—Pass., ὅταν ἀμαθέστεροι διεξελέγχωνται when they are convicted of ignorance, Them. Or.21.259b.

Spanish (DGE)

1 refutar, rebatir ἡ γραφὴ ... τὰ μὲν διεξελέγχουσα Luc.Alex.61, ὑμᾶς Plu.2.922e, τὰς μοχθηρὰς αἱρέσεις Gal.6.80.
2 poner de manifiesto en discusiones, c. ac. y part. pred. αὕτη ... ἡ ῥῆσις ἀμφοτέρους διεξελέγχει μὴ γιγνώσκοντας τὴν Ἀριστοτέλους δόξαν Gal.4.518, en v. pas. ὅταν ἀμαθέστεροι διεξελέγχωνται cuando se ponga al descubierto su ignorancia Them.Or.21.259b.

German (Pape)

[Seite 619] ganz überführen, widerlegen, Luc. Alex. 61; Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διεξελέγχω: ἐντελῶς ἐξελέγχω, ἀναιρῶ, ἀποδεικνύω τι ἄλλως ἔχον, Γαλην. 3. 187, Λουκ. Ἀλεξ. 61.

French (Bailly abrégé)

réfuter complètement.
Étymologie: διά, ἐξελέγχω.

Greek Monolingual

διεξελέγχω (Α) εξελέγχω
ελέγχω εντελώς, μετά από έλεγχο αποδεικνύω την πλάνη ή την άγνοια κάποιου.

Greek Monotonic

διεξελέγχω: μέλ. -ξω, ανασκευάζω ολοκληρωτικά, αναιρώ, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

διεξελέγχω: Plut., Luc. = διελέγχω 1.

Middle Liddell

fut. ξω
to refute utterly, Luc.