ἀποκραιπαλάω

Revision as of 13:45, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

A sleep off a debauch, Plu.Ant.30. II waste in debauch, Theognet.2.

Spanish (DGE)

(ἀποκραιπᾰλάω) 1 estar borracho παντελῶς ἀποκραιπαλᾶτε Men.Dysc.457
comportarse como un borracho Theognet.2.
2 volver de una borrachera fig. volver a la razón Plu.Ant.30.

German (Pape)

[Seite 308] den Rausch ausschlafen, Plut. Anton. 30; wie ein Betrunkener von sich geben, Theognet. com. bei Ath. XIV, 616 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκραιπᾰλάω: ἀπαλλάσσομαι τῆς κραιπάλης διὰ τοῦ ὕπνου, ἐγείρομαι τοῦ ὕπνου ἐκ κραιπάλης, Πλουτ. Ἀντών. 30· -ίζομαι, Παθ., Σουΐδ.· -ισμος, Ἡσύχ. ΙΙ. ἀναλίσκω, δαπανῶ εἰς ἀσωτίαν, Θεόγνητος ἐν «Φιλοδεσπότῳ» 1, 3.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
cuver son vin.
Étymologie: ἀπό, κραιπαλάω.

Greek Monotonic

ἀποκραιπᾰλάω: μέλ. -ήσω, ξυπνώ μετά από κραιπάλη ή απαλλάσσομαι από τα επακόλουθα της κραιπάλης μέσω του ύπνου, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποκραιπᾰλάω: протрезвляться Plut.

Middle Liddell

to sleep off a debauch, Plut.