ἀποκραιπαλάω
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
A sleep off a debauch, Plu.Ant.30.
II waste in debauch, Theognet.2.
Spanish (DGE)
(ἀποκραιπᾰλάω) 1 estar borracho παντελῶς ἀποκραιπαλᾶτε Men.Dysc.457
•comportarse como un borracho Theognet.2.
2 volver de una borrachera fig. volver a la razón Plu.Ant.30.
German (Pape)
[Seite 308] den Rausch ausschlafen, Plut. Anton. 30; wie ein Betrunkener von sich geben, Theognet. com. bei Ath. XIV, 616 a.
French (Bailly abrégé)
ἀποκραιπαλῶ :
cuver son vin.
Étymologie: ἀπό, κραιπαλάω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποκραιπᾰλάω: протрезвляться Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκραιπᾰλάω: ἀπαλλάσσομαι τῆς κραιπάλης διὰ τοῦ ὕπνου, ἐγείρομαι τοῦ ὕπνου ἐκ κραιπάλης, Πλουτ. Ἀντών. 30· -ίζομαι, Παθ., Σουΐδ.· -ισμος, Ἡσύχ. ΙΙ. ἀναλίσκω, δαπανῶ εἰς ἀσωτίαν, Θεόγνητος ἐν «Φιλοδεσπότῳ» 1, 3.
Greek Monotonic
ἀποκραιπᾰλάω: μέλ. -ήσω, ξυπνώ μετά από κραιπάλη ή απαλλάσσομαι από τα επακόλουθα της κραιπάλης μέσω του ύπνου, σε Πλούτ.