κραιπαλάω

From LSJ

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κραιπᾰλάω Medium diacritics: κραιπαλάω Low diacritics: κραιπαλάω Capitals: ΚΡΑΙΠΑΛΑΩ
Transliteration A: kraipaláō Transliteration B: kraipalaō Transliteration C: kraipalao Beta Code: kraipala/w

English (LSJ)

A to be intoxicated, be drunk, Ar.Pl.298, Plb.15.33.2, Ph.1.260, Plu.Dem.7, Luc.Bis Acc.17, etc.; μειρακίων τινῶν κραιπαλώντων Epicur. Fr.114.
2 have a sick headache after a debauch, have a headache from drunkenness, have a hangover, κραιπαλῶν ἔτι ἐκ τῆς προτεραίας Pl.Smp.176d; ἐχθὲς ὑπέπινες, εἶτα νυνὶ κραιπαλᾷς Alex. 286; εἰ τοῦ μεθύσκεσθαι πρότερον τὸ κραιπαλᾶν παρεγίγνεθ' ἡμῖν Id.255.1; παρέξω Λέσβιον, Χῖον... ὥστε μηδένα κραιπαλᾶν Philyll.24.
3 carouse, revel, D.C.77.17, Alciphr.1.34.

French (Bailly abrégé)

κραιπαλῶ :
avoir la tête lourde par suite de l'ivresse.
Étymologie: κραιπάλη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κραιπαλάω [κραιπάλη] dronken zijn, ook een kater hebben:. ἄλλως τε καὶ κραιπαλῶντα ἔτι ἐκ τῆς προτεραίας vooral als hij nog een kater van de vorige dag heeft Plat. Smp. 176d.

Russian (Dvoretsky)

κραιπᾰλάω:
1 чувствовать похмелье (ἐκ τῆς προτεραίας Plat.; ἀλύειν καὶ κ. Plut.);
2 пьянствовать (οἰκία μεστὴ κολάκων κραιπαλώντων Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

κραιπᾰλάω: (κραιπάλη) ἔχω κεφαλαλγίαν μετὰ ναυτίας ὡς ἐπακολούθημα πολυποσίας, Ἀριστοφ. Πλ. 298· κραιπαλῶν ἔτι ἐκ τῆς προτεραίας Πλάτ. Συμπ. 176D· ἐχθὲς ὑπέπινες, εἶτα νυνὶ κραιπαλᾷς Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 22· εἰ τοῦ μεθύσκεσθαι πρότερον τὸ κραιπαλᾶν παραγίγνεθ’ ἡμῖν ὁ αὐτ. ἐν «Φρυγὶ» 1· παρέξω Λέσβιον, Χῖον..., ὥστε μηδένα κραιπαλᾶν Φιλύλλ. ἐν Ἀδήλ. 6. ― Τύπος τις εἰς -έω ἀπαντᾷ παρὰ Κυρίλλ.

Greek Monotonic

κραιπᾰλάω: μόνο στον ενεστ., έχω τρομερό πονοκέφαλο ως συνέπεια πολυποσίας, σε Αριστοφ., Πλάτ.

Middle Liddell

only in pres., to have a sick head-ache, consequent upon a debauch, Ar., Plat.