ἀπονομή

Revision as of 13:50, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ἡ, A = ἀπονέμησις, distribution, assignment, τινός τινι Ph. 2.345. 2 a portion, Harp.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
1 distribución, asignación c. gen. y dat. εἰς τὴν τῶν κατ' ἀξίαν ἐπιβαλλόντων ἑκάστοις ἀπονομήν Ph.2.345.
2 parte, porción prob. ref. a un tributo, Din.Fr.86, Harp., Hsch.

German (Pape)

[Seite 317] ἡ, Abtheilung, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπονομή: ἡ, = ἀπονέμησις, διανομή, ἀπόδοσις, δικαιοσύνην τὴν τῶν κατ’ ἀξίαν ἐπιβαλλόντων ἑκάστοις ἀπονομὴν Φίλων τ. 2. σ. 345. 2) μέρος, μερίς, «ἀπομερισμὸς» Ἡσύχ., «ἀπονομὴ ἡ ἀπόμοιρα, ὡς μέρος τι τῶν περιγιγνομένων ἐκ τῶν μετάλλων λαμβανούσης τῆς πόλεως, ἢ ὡς διαιρουμένων εἰς πλείους μισθωτάς, ἵν’ ἕκαστος λάβῃ τι μέρος. Δείναρχος ἐν τῷ πρὸς Λυκούργου παῖδας πολλάκις» Ἁρποκρ.

Greek Monolingual

η (AM ἀπονομή) απονέμω
νεοελλ.
χορήγηση, παροχή τίτλου, βραβείου ή τιμητικής θέσης
αρχ.
χορήγηση, αμοιβή.