ἑνίγυιος

Revision as of 16:10, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

[ῐ], ον, A joined in one body, Ibyc.16.3. II lame of one foot, Suid. (ἑνίγυος codd.).

Spanish (DGE)

-ον
1 plu. que comparten un solo cuerpo de los Molíones, Ibyc.4.3.
2 que tiene un solo pie, cojo Sud.

German (Pape)

[Seite 844] auf einem Fuße lahm, Suid. Auch = συμφυής, Ibyc. 15 bei Ath. II, 58 a, em. für ἑνίγυος.

Greek (Liddell-Scott)

ἑνίγυιος: -ον, εἰς ἓν σῶμα ἡνωμένος, ἑνιγυίους συμπεφυκότας ἀλλήλοις καὶ ἓν ἐκ τούτου σῶμα ἔχοντας, Ἴβυκος παρ’ Ἀθην. 58Α (ἔνθα τὰ ἀντίγραφα ἔχουσιν ἐνιγύους). ΙΙ. χωλὸς τὸν ἕνα πόδα, «ἑνίγυιος, ὁ ἓν μέλος ἔχων, ὁ κυλλός» Σουΐδ, ἴδε κυλλός.- Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 59.

Greek Monolingual

ἑνίγυιος, -ον (Α)
1. ο ενωμένος σ' ένα σώμα, ο συμφυής
2. χωλός από το ένα πόδι (κατά το λεξικό Σούδα, «ἑνίγυιος
ὁ ἕν μέλος ἔχων, ὁ κυλλός».
[ΕΤΥΜΟΛ. < είς, ενός + -γυιος < γυίον «μέλος σώματος (χέρι, σπλάχνα) ή και όλο το σώμα» (πρβλ. πεντηκοντόγυιος, τρίγυιος κ.ά.)].