ἄκναμπτος

Revision as of 16:13, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ἄκναπτος, ἄκναφος, = ἄγναμπτος.

Spanish (DGE)

v. ἄγναμπτος.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκναμπτος: ἄκναπτος, ἄκνᾰφος = ἄγναμπτος, ἄγναπ., κτλ.

English (Slater)

ᾰκναμπτος, -ον inflexible, unflinching βουλαῖς ἀκνάμπτοις (v.l. ἀκάμποις: ἀκάμπτοις coni. Hermann.) (P. 4.72) ἄκναμπτον Ἥρᾳ μένος ἀντερείδων (sc. Ἀπόλλων) Πα. . . ]ἀκνάμπτο[ Δ. 4a. 5.

Greek Monotonic

ἄκναμπτος: ἄκναπτος, ἄκνᾰφος, = ἄγναμπτος κ.λπ.