ἄγναμπτος

English (LSJ)

ἄγναμπτον, unbending, inflexible, inexorable, Ἔρωτες B.8.73, Orph.L.27; τὸ πρὸς ἡδονάς ἄγναμπτον Plu.Cat.Mi.11, cf. APl.4.278 (Paul. Sil.); cf. ἄκναμπτος.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): ἄκναμπτος Pi.P.4.72, B.9.73
inflexible, indoblegable βουλαί Pi.l.c., Ἔρωτες B.l.c., νόος A.Pr.164, σθένος Orph.L.27, πειθώ Nonn.Par.Eu.Io.20.25, πήληξ Nonn.D.17.349, ἀγναμπτότατος βάτος prov. ref. a alguien duro y obstinado, Zen.1.16
τὸ ἄγναμπτον = inflexibilidad τὸ πρὸς τὰς ἡδονὰς ἄγναμπτον Plu.Cat.Mi.11.

German (Pape)

[Seite 17] ungebeugt, unerbittlich, Aesch. νόος Pr. 163; πρὸς ἡδονὰς καὶ φόβους Plut. Cat. Min. 11; ἀγναμπτότατος βάτος αὖος Zenob. 1, 16.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
inflexible.
Étymologie: , γνάμπτω.

Russian (Dvoretsky)

ἄγναμπτος: несгибаемый, непреклонный (νόος Aesch.): ἄ. πρός τι Plut. не поддающийся чему-л.

Greek (Liddell-Scott)

ἄγναμπτος: -ον, ὁ μὴ καμπτόμενος, ἄκαμπτος, Ὀρφ. Λιθ. 27· τὸ πρὸς ἡδονάς... ἄγναμπτον, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 11, πρβλ. Ἀνθ. ΙΙ. 4. 278: - παρ’ Αἰσχύλ. Πρ. 163 τὸ μέτρον ἀπαιτεῖ βραχεῖαν τὴν παραλήγουσαν· ὁ Δινδ. προτείνει ἄγναφον, ἀναφέρων τὸ τοῦ Ἡσυχ. ἄκανθον (ἀναγίγνωσκε: ἄγναφον)· ἄγναμπτον.

Greek Monotonic

ἄγναμπτος: -ον, άκαμπτος, αλύγιστος, σε Πλούτ.