ἄπλευστος

Revision as of 16:15, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ον, not navigated: τὸ ἄ. part of the sea not yet navigated, X.Cyr.6.1.16.

Spanish (DGE)

-ον
nunca navegado τὸ ἄ. el mar nunca navegado X.Cyr.6.1.16.

German (Pape)

[Seite 292] noch nicht von Schiffen befahren, Ggstz πεπλευσμένον Xen. Cyr. 5, 1, 16.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
où l'on n’a pas encore navigué.
Étymologie: , πλέω.

Greek Monolingual

ἄπλευστος, -ον (Α)
εκείνος στον οποίο δεν μπορεί να πλεύσει κανείς.

Greek Monotonic

ἄπλευστος: -ον (πλέω), αυτός που δεν είναι πλωτός, δεν είναι δυνατόν να τον διαπλεύσει κάποιος, ή αυτός που δεν έχει διαπλευσθεί· τὸ ἄπλευστον, το μέρος της θάλασσας που δεν έχει διαπλευθεί ακόμη, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἄπλευστος: не пройденный кораблем (sc. πέλαγος Xen.).

Middle Liddell

πλέω
not navigated: τὸ ἄπλ. a part of the sea not yet navigated, Xen.