θρασυστομέω
English (LSJ)
to be over-bold of tongue, A.Supp.203, S.Ph.380, E.Hec.1286.
German (Pape)
[Seite 1216] kühn reden, Aesch. Prom. 200 Soph. Phil. 380 Eur. Hec. 1280.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
parler avec hardiesse.
Étymologie: θρασύστομος.
Greek (Liddell-Scott)
θρασυστομέω: εἶμαι θρασὺς τὴν γλῶσσαν, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 203, Σοφ. Φιλ. 380, Εὐρ. Ἱκ. 1286.
Greek Monotonic
θρᾰσυστομέω: είμαι αυθάδης στη γλώσσα, μιλώ με αναίδεια, σε Τραγ.
Russian (Dvoretsky)
θρᾰσυστομέω: говорить дерзко (θ. οὐ πρέπει τοὺς ἥσσονας Aesch.): λέγεις θρασυστομῶν Soph. ты говоришь с высокомерием.
Middle Liddell
θρᾰσυστομέω, [from θρᾰσύστομος]
to be over-bold of tongue, Trag.