εὐείμων

Revision as of 18:38, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ον, gen. ονος, well-dressed, A.Pers.181: Sup. -ειμονώτατος Max.Tyr.3.10.

German (Pape)

[Seite 1064] ον, wohlgekleidet, Aesch. Pers. 177 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
richement vêtu.
Étymologie: εὖ, εἷμα.

Greek (Liddell-Scott)

εὐείμων: -ον, = εὐείματος, δύο γυναῖκ’ εὐείμονε Αἰσχύλ. Πέρσ. 181.

Greek Monolingual

εὐείμων, -ον (Α)
ωραία ντυμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ειμων (< είμα «ένδυμα» < έννυμι «ενδύομαι»), πρβλ. κακοείμων, μελανείμων].

Greek Monotonic

εὐείμων: -ον (εἷμα), καλοντυμένος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

εὐείμων: 2, gen. ονος adj. красиво одетый (γυνή Aesch.).

Middle Liddell

εἷμα
well-robed, Aesch.

English (Woodhouse)

richly dressed