βαρύδικος

Revision as of 19:25, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ον, taking heavy vengeance, ποινά A.Ch.936.

Spanish (DGE)

(βᾰρύδῐκος) -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
que se toma dura venganza ποινά A.Ch.936.

German (Pape)

[Seite 433] ποινά, schwere Rache übend, Aesch. Ch. 936.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui punit durement.
Étymologie: βαρύς, δίκη.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρύδῐκος: -ον, βαρεῖαν, μεγάλην ἐκδίκησιν λαμβάνων, Αἰσχύλ. Χο. 936.

Greek Monolingual

βαρύδικος, -ον (Α)
εκείνος που παίρνει βαριά, σκληρή εκδίκηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + -δικος < δίκη «ποινή, τιμωρία»].

Greek Monotonic

βᾰρύδῐκος: -ον (δίκη), αυτός που λαμβάνει βαριά, σκληρή εκδίκηση, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

βαρύδῐκος: сурово мстящий (ποινά Aesch.).

Middle Liddell

δίκη
taking heavy vengeance, Aesch.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαρύδικος -ον βαρύς, δίκη zwaar straffend.