κακοδοξία

Revision as of 21:15, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ἡ, A bad repute, X.Ap.31, Pl.R.361c. II heretical opinion, Just.Nov.109Praef.

German (Pape)

[Seite 1299] ἡ, schlechter Ruf; Plat. Rep. II, 361 c, Xen. Apol. 31. – Bei K. S. verkehrte Ansicht, Ggstz ὀρθοδοξία.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
mauvaise réputation.
Étymologie: κακόδοξος.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκοδοξία: ἡ, κακὴ φήμη, δυσφημία, Ξεν. Ἀπολλ. 31, Πλάτ. Πολ. 361C. ΙΙ. κακὴ δοξασία, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὀρθοδοξία, Κλήμ. Ἀλ, ΙΙ. 424Α, Εὐστ. Ἀντιοχ. 660Α, Εὐσ. VI. 920Β, Ἀθαν. Ι. 425D, Βασιλ. IV. 424C.

Greek Monolingual

η (AM κακοδοξία) κακόδοξος
αιρετική θρησκευτική δοξασία
αρχ.
κακή φήμη, ανυποληψία.

Greek Monotonic

κᾰκοδοξία: ἡ, κακή φήμη, αισχρότητα, προστυχιά, ατιμία, σε Ξεν., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοδοξία:дурная слава, бесславие Xen., Plat., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακοδοξία -ας, ἡ [κακόδοξος] slechte reputatie.

Middle Liddell

κᾰκοδοξία, ἡ,
bad repute, infamy, Xen., Plat. [from κᾰκόδοξος]

English (Woodhouse)

disgrace, infamy