οἰακοστρόφος

Revision as of 21:35, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ὁ, = οἰακονόμος, Pi.I.4(3).71(89), A.Th.62, E.Med.523; ἀνάγκης οἰ. A.Pr.515, etc.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui dirige (propr. qui fait tourner) le gouvernail.
Étymologie: οἴαξ, στρέφω.

Greek (Liddell-Scott)

οἰᾱκοστρόφος: ὁ, = οἰακονόμος, Πινδ. Ι. 4. 121, Αἰσχύλ. Θήβ. 62, Εὐρ. Μήδ. 524· οἰακ. ἀνάγκης Αἰσχύλ. Πρ. 515, κλ.

English (Slater)

οἰακοστρόφος guiding the tiller met. διπλόαν νίκαν ἀνεφάνατο κυβερνατῆρος οἰακοστρόφου γνώμᾳ πεπιθὼν πολυβούλῳ sc. of the trainer Orseas (I. 4.71)

Greek Monolingual

ο (Α οἰακοστρόφος)
1. αυτός που χειρίζεται τον οίακα, ο πηδαλιούχος, ο τιμονιέρης
2. μτφ. αυτός που διαχειρίζεται τα κοινά με σωστό τρόπο, άξιος κυβερνήτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἴαξ, -ακος «τιμόνι» + -στροφός (< στρέφω)].

Greek Monotonic

οἰακοστρόφος: ὁ (στρέφω), = οἰακονόμος, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

οἰᾱκοστρόφος: II ὁ кормчий (νηός, перен. ἀνάγκης Aesch.).
правящий кормовым веслом (κυβερνατήρ Pind.).

Middle Liddell

οἰᾱκο-στρόφος, ὁ, στρέφω = οἰακονόμος, Aesch., Eur.]