κυβερνατήρ
From LSJ
English (LSJ)
Doric for κυβερνητήρ.
English (Slater)
κῠβερνᾱτήρ helmsman met. εἰ μὴ θεὸς ἁγεμόνεσσι κυβερνατὴρ γένηται (P. 4.274) διπλόαν νίκαν ἀνεφάνατο κυβερνατῆρος οἰακοστρόφου γνώμᾳ πεπιθὼν πολυβούλῳ i. e. of his trainer, Orseas Ι. 4. 71.
Russian (Dvoretsky)
κῠβερνᾱτήρ: ῆρος ὁ дор. = κυβερνητήρ.
German (Pape)
dor. = κυβερνητήρ, Pind. I. 3.89.