μεγαθαρσής

Revision as of 21:45, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ές, very bold, Hes.Sc.385, Man. 2.372.

German (Pape)

[Seite 104] ές, sehr muthig, Hes. Sc. 385 u. sp. D., wie Man. 2, 372.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
d'un grand courage.
Étymologie: μέγας, θάρσος.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰθαρσής: -ές, λίαν εὐθαρσής, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 385.

Greek Monolingual

μεγαθαρσής, -ές (Α)
πολύ θαρραλέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα- + -θαρσής (< θάρσος), πρβλ. κυνοθαρσής, πολυθαρσής].

Greek Monotonic

μεγᾰθαρσής: -ές (θαρσέω), πολύ θαρραλέος, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰθαρσής: весьма мужественный Hes.

Middle Liddell

μεγᾰ-θαρσής, ές θαρσέω
very bold, Hes.