πάντολμος

Revision as of 23:00, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ον, all-daring, shameless, φωτὶ παντόλμῳ φρένας A.Th. 671, cf. Ch.430 (lyr.); ἔρωτες ib.596 (lyr.); ὠμὰ καὶ π. E.IA913 (troch.), cf. D.H.4.28.

German (Pape)

[Seite 464] kühn zu Allem; Aesch. Spt. 653 Ch. 423; Eur. I. A. 913; Pind. Ir. 5; sp. D., χεῖρες, Agath. 14 (V, 218); auch D. Hal. 4, 28.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d'une audace prête à tout.
Étymologie: πᾶν, τολμάω.

Greek (Liddell-Scott)

πάντολμος: -ον, ὁ τὰ πάντα τολμῶν, αὐθάδης, ἀναίσχυντος, φωτὶ παντόλμῳ φρένας Αἰσχύλ. Θήβ. 671, πρβλ. Χο. 430, 596, Εὐρ. Ι. Α. 913, κτλ.

English (Slater)

πάντολμος all adventuring τὸ πάντολμον σθένος Ἡρακλέος ὑμνήσομεν; (πάνυ codd. Plutarchi) fr. 29. 4.

Greek Monolingual

-η, -ο / πάντολμος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που τολμά τα πάντα, τολμηρότατος
μσν.-αρχ.
αυθάδης, αναιδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -τολμος (< τόλμη). πρβλ. εύ-τολμος].

Greek Monotonic

πάντολμος: -ον, αυτός που τολμά τα πάντα, αδίστακτος, αυθάδης, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

πάντολμος: отваживающийся на все, дерзновеннейший (φώς Aesch.; χεῖρες Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάντολμος -ον [πᾶς, τόλμα] alles durvend.

Middle Liddell

πάν-τολμος, ον,
all-daring, shameless, Aesch., Eur.

English (Woodhouse)

base