περίαμμα

Revision as of 08:01, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ατος, τό, (περιάπτω) anything worn about the body, amulet, Plb.33.17.2, D.S.5.64, Dsc.5.141, AP11.257 (Lucill.).

German (Pape)

[Seite 568] τό, alles Um- oder Angehängte u. so Getragene, Amulet, oder sympathetische Mittel, die, am Leibe getragen, helfen sollen; Pol. frg. 63; D. Sic. 5, 65; Lucill. 37 (XI, 257).

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
ce qu’on attache autour de son cou, particul. amulette, talisman.
Étymologie: περιάπτω.

Greek (Liddell-Scott)

περίαμμα: τό, (περιάπτω) περίαπτον, φυλακτήριον, φυλακτόν, Πολυβ. Ἀποσπ. Γραμμ. 63, Διόδ. 5. 64, Ἀνθ. Π. 11. 257.

Spanish

amuleto, texto escrito en un amuleto

Greek Monolingual

τὸ, ΝΜΑ περιάπτω
περίαπτο, φυλαχτό («πολλὰς τῶν γυναικῶν ἔτι καὶ νῦν λαμβάνειν ἐπῳδὰς ἀπὸ τούτου τοῦ θεοῦ, καὶ περίαμμα ποιεῖν», Διόδ.)
νεοελλ.
φρ. «περίαμμα προβόλου»
ναυτ. ο από συρματόσχοινο ή αλυσίδα τροπός, δηλαδή δακτύλιος, που περιβάλλει τον πρόβολο σκάφους, ιδίως ιστιοφόρου, μέσα από τον οποίο διέρχονται μερικές φορές οι πρότονοι του ακάτιου ιστού, κν. σκουλαρίκι του μπομπρέσου.

Greek Monotonic

περίαμμα: -ατος, τό (περιάπτω), οτιδήποτε φοριέται πάνω σε κάποιον, περίαπτο, φυλαχτό, βασκάνιο, χαϊμαλί, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

περίαμμα: ατος τό (носимый на теле) амулет Polyb., Diod., Anth.

Middle Liddell

περίαμμα, ατος, τό, περιάπτω
anything worn about one, an amulet, Anth.