πρότονοι
Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
English (LSJ)
οἱ: heterocl. pl.
A πρότονα Et.Gud.483.13, Eust.130.44:—two ropes from the masthead to the forepart of a ship, forestays (opp. ἐπίτονος 'backstay'), κατὰ δὲ προτόνοισιν ἔδησαν [τὸν ἱστόν] Od.2.425; ἱστοῦ δὲ προτόνους ἔρρηξ' ἀνέμοιο θύελλα ἀμφοτέρους, ἱστὸς δ' ὀπίσω πέσεν 12.409; ἱστὸν προτόνοισιν ὑφέντες Il.1.434, cf. Alc.Supp.12.10: in sg., σωτῆρα ναὸς πρότονον A.Ag.897, cf. E.Fr.773.42(lyr.), PCair.Zen.754.4 (iii B.C.), Luc.Nav.5: metaph., of an old woman's hair, AP5.203 (Mel.).
II halyards, E.Hec.112 (anap.), IT1134 (lyr.); κατὰ προτόνων ἱστίον ἐκπετάσας Epigr.Gr.779, cf. Call.Epigr.6.
Greek (Liddell-Scott)
πρότονοι: οἱ· ἑτερογεν. πληθ. πρότονα Ἐτυμ. Γουδ. 483. 13· ― δύο σχοινία ἀπὸ τῆς κορυφῆς τοῦ ἱστοῦ πρὸς τὴν πρῷραν τοῦ πλοίου (ἀντίθετον τῷ ἐπίτονος τὸ πρὸς τὴν πρύμναν), κατὰ δὲ προτόνοισιν ἔδησαν [τὸν ἱστὸν] Ὀδ. Β. 425., Ο. 290· ὅτε ταῦτα ἐκόπτοντο, ὁ ἱστὸς κατέπιπτεν, ἱστοῦ δὲ προτόνους ἕρρηξ᾿ ἀνέμοιο θύελλα ἀμφοτέρους, ἱστὸς δ᾿ ὀπίσω πέσεν Μ. 409· δι’ αὐτῶν κατεβιβάζετο ὁ ἱστός, ἱστὸν προτόνοισιν ὑφέντες Ἰλ. Α. 434· ― ἐν τῷ ἑνικῷ, σωτῆρα ναὸς πρότονον Αἰσχύλ. Ἀγ. 897, πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 204 (ἔνθα ἕτεροι ἑρμηνεύουσιν ὡς σημαῖνον οἴκημα νεὼς κατὰ τὴν πρῷραν), Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 5. ΙΙ. παρὰ τῷ Εὐρ. πρότονοι φαίνεται ὅτι εἶναι τὰ σχοινία, δι᾿ ὧν τὰ ἱστία ἀνειλκύοντο, Εὐρ. Ἑκ. 114, Ι. Τ. 1134· οὕτω, κατὰ προτόνων ἱστίον ἐκπετάσας Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 779. ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «πρότονοι· οἱ ἑκατέρωθεν τοῦ ἱστοῦ σχοῖνοι, ἐκτεταμένοι εἰς τὴν πρῷραν καὶ πρύμναν ἔμπροσθε». ― Κατὰ Σουΐδ.: «πρότονος, προτεταμένος κάλως».
Greek Monotonic
πρότονοι: οἱ (προτείνω),
I. μπροστινά καραβόσχοινα από την κορυφή του ιστού χρήσιμα στη στήριξή του (αντίθ. προς το ἐπίτονοι, τα πίσω σχοινιά), σε Όμηρ.· στον ενικ., σωτῆρα ναὸς πρότονον, σε Αισχύλ.
II. στον Ευρ., οι πρότονοι είναι τα σχοινιά με τα οποία σηκώνονταν τα ιστία.
Middle Liddell
πρότονοι, οἱ, προτείνω
I. two ropes from the masthead to the forepart of a ship, the forestays, which kept the mast from falling back (opp. to ἐπίτονοι the backstays), Hom.:—in sg., σωτῆρα ναὸς πρότονον Aesch.
II. in Eur., the πρότονοι are sail-ropes, braces.