στραγγεύομαι

Revision as of 09:05, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

Med., A loiter, delay, ἐγὼ δῆτ' ἐνθαδὶ στραγγεύομαι; Ar.Ach.126 (cj. Kuster; στραγεύγομαι cod. R, στρατεύομαι cett.); τί ταῦτ' ἔχων σ.; why do I keep loitering thus? Id.Nu.131 (στραγεύομαι codd. RV, στρατεύομαι codd. opt. Suid. s.v. ἰτητέον, στραγγεύομαι codd. deteriores Ar. et Suid. l.c.); σ. περὶ τὰς συμβολάς Macho ap. Ath.13.580e; = τριψημερεῖν, Hsch.; restd. for στρατεύομαι in Pl.R.472a, Zen.4.19, Ptol.Asc.p.401 H., Hsch. s.v. μαρηγηλλᾷ, Id. s.v. στρεύγει, Phot., Suid.s.v. ἢ δεῖ χελώνης, EM755.39; written στραγεύομαι, Ar. (v.l., v. supr.), PTeb. 713.5 (ii B.C.), Sm.Pr.24.10 (v.l.), Hsch., Sch.Ar.Nu. l.c. (cod. V), Suid. (codd. AV), Id. s.v. τευτάζειν, Eust.1441.59; στρατεύομαι (s.v.l.) has this sense in LXX Jd.19.8, BGU1127.28 (i B.C.), 1131.20 (i B.C.); στρατεύεσθαι (s.v.l.),= aginare, Gloss. 2 στραγγευομένη κάθαρσις coming slowly, Orib.Fr.138. II Act. in med. sense, Sch.Ar.Lys.17 (restd. for ἐστράγευσεν, ἐστράτευσεν), Suid. s.v. κυπτάζειν, EM330.56 (restd. for στρατεύειν); = agino, Gloss. (στρατ-).

French (Bailly abrégé)

faire des détours de côté et d'autre, traîner en longueur, tergiverser.
Étymologie: στράγξ.

Greek (Liddell-Scott)

στραγγεύομαι: μέσ., (στρὰγξ) συμπιέζομαι, συστρέφομαι ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, ἀλλ’ εὕρηται μόνον μεταφορ., βραδύνω, ἀργοπορῶ, παραμένω, ἐγὼ δῆτ’ ἐνθαδὶ στραγγεύομαι Ἀριστοφ. Ἀχ. 126· τί ταῦτ’ ἔχων στρ.; τί μοῦ στρηφογυρίζεις ἐδῶ; ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 131· στρ. περί τι Μάχων παρ’ Ἀθην. 580Ε· ἐκ διορθώσεως ἀντὶ στρατευομένῳ ἐν Πλάτ. Πολ. 472Α· ἴδε Kuster εἰς Σουΐδ ἐν λ. ἦ δεῖ χελώνης. Πρβλ. τὸ Ὁμηρικὸν στρεύγομαι. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. μνημονεύεται παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Λυσ. 17, Ἐτυμολ. Μέγ. 330 ἐν τέλ., ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ μέσ.

Greek Monotonic

στραγγεύομαι: Μέσ. (στράγξ), συμπιέζομαι, συστρέφομαι· μεταφ., αργώ, αργοπορώ, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

στραγγεύομαι: досл. вертеться, перен. болтаться без пользы или томиться, мешкать Arph., Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στραγγεύομαι [στράγξ] tijd verdoen, rondhangen.

Middle Liddell

στραγγεύομαι, στράγξ
Mid. to squeeze oneself up, twist oneself, metaph. to keep loitering about, Ar.