σφοδρότης

Revision as of 09:50, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ητος, ἡ, vehemence, violence, Id.HG7.2.23, Pl.Plt.306e; ἡ σφοδρότης δὲ θηρός is the quality of a beast, Alex.245.12; ἡ τοῦ πυρετοῦ σφοδρότης Gal.16.534: in plural, Pl.Lg.733b; πάγων σφοδρότητες Thphr.CP5.12.2.

German (Pape)

[Seite 1051] ητος, ἡ, Heftigkeit, Raschheit, Hitze, Ungestüm, im Handeln und Reden; Plat. Polit. 306 e, plur., Legg. V, 733 b, Sp.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
véhémence, impétuosité, force.
Étymologie: σφοδρός.

Greek (Liddell-Scott)

σφοδρότης: -ητος, ἡ, ὁρμή, βία, Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 23, Πλάτ. Πολιτικ. 306Ε ἡ τόλμα μὲν γὰρ ἀνδρός, ἡ δὲ δειλία γυναικός, ... ἡ σφοδρότης δὲ θηρός, εἶναι τὸ χαρακτηριστικὸν θηρίου, Ἄλεξις ἐν «Φαίδρῳ» 1. 12· ἐν τῷ Πληθ., Πλάτ. Νόμ. 733Α, ἐπίτασις, πάγων σφοδρότητες Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 12, 2.

Greek Monotonic

σφοδρότης: -ητος, ἡ, ορμητικότητα, ορμή, βία, παραφορά, δριμύτητα, ένταση, σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφοδρότης -ητος, ἡ [σφοδρός] hevigheid, heftigheid, kracht, intensiteit.

Russian (Dvoretsky)

σφοδρότης: ητος ἡ тж. pl. страстность, порывистость или сила, мощь Xen., Plat., Plut.

Middle Liddell

σφοδρότης, ητος, ἡ, [from σφοδρός
vehemence, violence, Xen.

English (Woodhouse)

excitability, vehemence, violence