ἀμέλλητος

Revision as of 11:51, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ον, without delay or hesitation, Luc.Nigr.27. Adv. -τως Plb.16.34.12, al.:—also ἀμελλ-ητί Ph.1.172, J.AJ19.6.3, Them. Or.16.208c, Iamb.VP3.14.

Spanish (DGE)

-ον
1 inaplazable ἡ πρὸς τὸ καλὸν ὁρμή Luc.Nigr.27.
2 adv. -ως sin retraso, sin tardanza, sin demora ἐπέβαινεν Plb.4.71.10, ὥρμων Plb.16.34.12, c. inf. καταβαίνειν Agathin. en Orib.10.7.22.

German (Pape)

[Seite 121] nicht aufgeschoben, unverzüglich, ὁρμή Luc. Nigr. 27. – Adv., Pol. 4, 71, 10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne doit pas être différé.
Étymologie: , μέλλω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμέλλητος: -ον, ὁ ἄνευ μελλήσεως, ὁ ἄνευ ἀναβολῆς, ἀνυπέρθετος, Λουκ. Νιγρ. 27. ― Ἐπίρρ. -τως Πολύβ. 4. 71, 10, ὡσαύτως ἀμελλητὶ Θεμίστ. 208C: ἴδε λέξ. ἀμέλητος.

Greek Monolingual

ἀμέλλητος, -ον (Α) μέλλω
ο γινόμενος δίχως αναβολή ή αυτός που δεν επιδέχεται αναβολή.

Greek Monotonic

ἀμέλλητος: -ον (μέλλω), αυτός που δεν μπορεί να αναβληθεί, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμέλλητος: не терпящий промедления, неотложный (ἡ πρὸς τὸ καλὸν ὁρμή Luc.).

Middle Liddell

μέλλω
not to be put off, Luc.