ἀστυγείτων

Revision as of 13:55, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ον, gen. ονος, A near or bordering on a city, σκοπαί A.Ag.309; πόλιες Hdt.6.99, cf. 9.122, E.Hipp.1161, Plu.Rom.23; πόλεμοι Arist.Pol.1330a18. 2 as substantive, neighbour to the city, borderer, Hdt.2.104, 5.66, Th.1.15, X.HG1.3.2., SIG633.10 (Milet., ii B.C.), etc.

Spanish (DGE)

-ον gen. -ονος
1 vecino, limítrofe σκοπαί A.A.309, πόλιες Hdt.6.99, τῶν ἐγγὺς ἀστυγειτόνων Πελοποννησίων Th.4.44, cf. E.Hipp.1161, LXX 2Ma.6.8, Plu.Rom.23
como subst. gener. en plu. οἱ ἀ. los vecinos οἱ ἀστυγείτονες ἐπολέμουν Th.1.15, cf. Hdt.2.104, 5.66, Isoc.8.87, D.23.39, X.HG 1.3.2, Plb.1.6.3, Milet 1(3).150.10 (II a.C.), CRIA 6.12 (I a.C.), Aristaenet.1.15.56, A.D.Adu.136.25, D.Chr.40.6, 45.6, D.C.68.10.3.
2 que es entre ciudades vecinas o limítrofes πόλεμος Arist.Pol.1330a18, Plb.4.45.5.

German (Pape)

[Seite 379] ονος, der Stadt benachbart, σκοπαί Aesch. Ag. 300; πόλις Eur. Hipp. 1161; Her. 6, 99; Din. 1, 24; πόλεμοι, Kriege mit den Stadtnachbarn, Arist. pol. 7, 9; Pol. 21, 7; πόλις Plut. Rom. 23; gew. οἱ, Gränznachbarn, Her. 1, 30 u. öfter; Thuc. 1, 15 Dem. 59, 106.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
voisin d'une ville, proche d'une ville ; voisin, limitrophe en parl. de la ville elle-même ; voisin de frontière.
Étymologie: ἄστυ, γείτων.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστῠγείτων: -ον, γεν. ονος, τῷ ἄστει γειτνιῶν, ἀστυγειτονικός, ἀστυγείτονας σκοπὰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 309˙ πόλεις Ἡρόδ. 6. 99, πρβλ. 9. 122, Εὐρ. Ἱππ. 1161˙ καὶ τὸ πρὸς τοὺς ἀστυγείτονας πολέμους Ἀριστ. Πολ. 7. 10, 11. 2) ὡς οὐσιαστ. ὁ γειτνιάζων τῇ πόλει, ὅμορος, γείτων, Ἡρόδ. 2. 104., 5. 66, Θουκ. 1. 15, κτλ.

Greek Monolingual

ἀστυγείτων (-ονος), ο (Α) γείτων
1. αυτός που βρίσκεται κοντά στην πόλη, ο γειτονικός
2. ως ουσ. αυτός που γειτονεύει με την πόλη, ο γείτονας.

Greek Monotonic

ἀστῠγείτων: -ον, γεν. -ονος,
1. κοντινός ή γειτονικός σε μια πόλη, σε Ηρόδ., Αισχύλ.
2. ως ουσ., γειτονικός σε μια πόλη, γειτνιάζων, όμορος, σε Ηρόδ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀστυγείτων: 2, gen. ονος
1) соседний, сопредельный (σκοπαί Aesch.; πόλις Eur., Her., Plut.);
2) Arst. = ἀστυγειτονικός.
ἀστῠγείτων: ονος ὁ соседнее государство, сопредельная страна Her., Thuc.

Middle Liddell

[gen. ονος]
1. near or bordering on a city, Hdt., Aesch.
2. as substantive a neighbour to the city, a borderer, Hdt., Thuc.

English (Woodhouse)

near the city