ἁλιφθορία

Revision as of 14:00, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ἡ, disaster at sea, shipwreck, AP9.41 (Theon).

German (Pape)

[Seite 99] ἡ, Meeruntergang, Schiffbrüch, ναυτῶν Theon. 1 (IX, 41).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
perte en mer, naufrage.
Étymologie: ἁλιφθόρος.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλιφθορία: ἡ, τὸ ἐν τῇ θαλάσσῃ δυστύχημα, ναυάγιον, Ἀνθ. Π. 9. 41.

Greek Monolingual

ἁλιφθορία, η (Α) ἁλιφθόρος
καταστροφή που προκαλείται από τη θάλασσα, ναυάγιο.

Greek Monotonic

ἁλιφθορία: ἡ, καταστροφή στη θάλασσα, ναυάγιο πλοίου, σε Ανθ.

Middle Liddell

[from ἁλιφθόρος
a disaster at sea, shipwreck, Anth.