ἐξάρνησις

Revision as of 14:55, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

εως, ἡ, denial, Pl.R.531b.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
negación en un interrogatorio bajo tortura, fig. de las cuerdas de un instrumento musical, c. gen. subjet. κατηγορίας πέρι καὶ ἐξαρνήσεως ... χορδῶν Pl.R.531b, c. gen. obj. εἰς ἐξάρνησιν τοῦ βαπτισμάτος Epiph.Const.Haer.34.19.2, γνώμη ἐξαρνήσεως καὶ ἀποστερήσεως Sch.rec.Ar.Nu.730.

German (Pape)

[Seite 872] ἡ, das Leugnen, Verweigern, Abschlagen, Plat. Rep. VII, 531 b.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
dénégation, refus.
Étymologie: ἐξαρνέομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξάρνησις: -εως, ἡ, τὸ ἐξαρνεῖσθαι, ἄρνησις, Πλάτ. Πολ. 531Β. Ἐν τῇ Ἐκκλ. γλώσσῃ, ἀπάρνησις, ἀποκήρυξις, τοῦ βαπτίσματος Εἰρην. 659Β, κλ.

Greek Monolingual

ἐξάρνησις, η (Α) εξαρνούμαι
1. απόλυτη άρνηση («καὶ κατηγορίας πέρι καὶ ἐξαρνήσεως», Πλάτ.)
2. εκκλ. αποκήρυξη, απάρνησηἐξάρνησις τοῦ βαπτίσματος», Ειρηναίος).

Greek Monotonic

ἐξάρνησις: -εως, ἡ, απόρριψη, άρνηση, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξάρνησις: εως ἡ отрицание, возражение, опровержение Plat.

Middle Liddell

ἐξάρνησις, εως [from ἐξαρνέομαι n
a denying, denial, Plat.

English (Woodhouse)

denial