ἀποκήρυξις
Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art
English (LSJ)
-εως, ἡ, public announcement, esp. public renunciation of a son, disinheriting, Plu.Them.2, Luc.Abd.5, Hermog.Inv.4.13.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Alolema(s): lat. apoceryxis, Cod.Iust.8.46.6
1 desheredación de un hijo, Plu.Them.2, Luc.Abd.5, Hermog.Inu.4.13 (p.209), Cod.Iust.l.c.
•repudio por Dios de un pecador, Chrys.M.63.143.
2 excomunión Synes.Ep.72.
German (Pape)
[Seite 306] ἡ, der Ausruf; bes. a) Enterbung eines Sohnes, ὑπὸ τοῦ πατρός Plut. Them. 2; vgl. Luc. Abdie. 5, ff – b) öffentlicher Verkauf. – c) Bei K. S. Excommunication.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
déclaration publique de déshérence.
Étymologie: ἀποκηρύσσω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποκήρυξις: εως ἡ публичное отречение (от сына), лишение наследства Plut., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκήρυξις: -εως, ἡ, πώλησις διὰ κήρυκος, δημοπρασία, ἀλλὰ κυρίως ἡ λέξις σημαίνει δημοσίαν ἀποκήρυξιν, ἀποκλήρωσιν υἱοῦ, ἀποκήρυξιν μὲν ὑπὸ τοῦ πατρὸς Πλουτ. Θεμιστ. 2, Λουκ. Ἀποκηρυττ. 5. ΙΙ. ἀποκλεισμὸς ἀπὸ τῆς ἐκκλησίας, ἀφορισμός, Συνέσ. 219Β.
Greek Monotonic
ἀποκήρυξις: -εως, ἡ, δημόσια αποκήρυξη του γιου από τον πατέρα του, αποκλήρωση, σε Πλούτ., Λουκ.
Middle Liddell
[from ἀποκηρύσσω
public renunciation of a son, disinheriting, Plut., Luc.