ἐξαφύω
English (LSJ)
[ῠ], draw forth, οἶνον . . ἐξαφύοντες Od.14.95: poet.aor., ἰὸν ἐξήφυσσεν ὀδόντων Opp.H.1.573: Ep. fut. 3pl., ἐξαφύουσιν· ἐξαντλήσουσιν, Hsch.
German (Pape)
[Seite 874] = Folgdm, ἐξαφύοντες Od. 14, 95.
French (Bailly abrégé)
ao. 3ᵉ sg. poét. ἐξήφυσσεν;
épuiser.
Étymologie: ἐξ, ἀφύω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξᾰφύω: ἀπαντλῶ, οἶνον... ἐξαφύοντες Ὀδ. Ξ. 95· - ποιητ. ἀόρ., ἰόν... ὃν πάρος ἧκε καὶ ἐξήφυσσεν ὀδόντων Ὀππ. Ἁλ. 1. 573· ἴδε ἀφύσσω.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
ἐξαφύω (Α) αφύω
αντλώ (κρασί, νερό κ.λπ.) από δοχείο («οἶνον δὲ ἐξαφύοντες», Ομ. Οδ.).
Greek Monotonic
Russian (Dvoretsky)
ἐξαφύω: вычерпывать, черпать (οἶνον Hom.).